- ασυνείκαστος
- -η, -ο (Μ ἀσυνείκαστος -ον) [συνεικάζω]αυτός που δεν μπορεί κανείς να συνεικάσει, να παραβάλει προς κάτι γνωστό, ο ανυπολόγιστοςνεοελλ.1. απροσδόκητος, ανέλπιστος2. ασύνετος3. άπληστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσυνείκαστος — not to be guessed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνεικάστως — ἀσυνείκαστος not to be guessed adverbial ἀσυνείκαστος not to be guessed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνείκαστον — ἀσυνείκαστος not to be guessed masc/fem acc sg ἀσυνείκαστος not to be guessed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνεικάστου — ἀσυνείκαστος not to be guessed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνεικάστῳ — ἀσυνείκαστος not to be guessed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνείκαστα — ἀσυνείκαστος not to be guessed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)